ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πάει καιρός , που η Σούλα Ρεπάνη δεν ζωγραφίζει όπως όταν ήταν στην Ελλάδα. Οταν έφτασε στη Γαλικία, από κείνα τα μακρινά μέρη, έφερε μαζί της μια φωτεινή αποσκευή με χρυσαφένιες παραλίες και γαλάζιες θάλασσες· τα αντικείμενα στα έργα της ήταν ευκρινή, σχεδιασμένα από τις ακτίνες του ζεστού ηλίου του Νότου. Τώρα η Σούλα δεν ζωγραφίζει πια μ’ αυτόν τον τρόπο. Το διάχυτο ατλαντικό φως διέλυσε σιγά – σιγά τα περιγράμματα και όλο και περισσότερο, αυτά που ζωγραφίζει είναι εικόνες απόμακρες, από χώρους που ποτέ δεν υπήρξαν, από καιρούς που ποτέ δεν πέρασαν. Είναι η χώρα της φαντασίας, ένας κόσμος από παιδιά και νέους, που κατοικούν σε πυρακτωμένες ατμόσφαιρες ή σε κάμπους ουδέτερων χρωμάτων, όπου φωσφορίζουν δέντρα με τέτοια στιγμιαία λαμπρότητα, που σα να είναι έτοιμα να εξαφανιστούν στο άϋλο μαύρο φόντο, απ’ όπου ξεπρόβαλλαν. Υπάρχει μια βάση νοσταλγίας του παρελθόντος, όπου η θύμηση ζωγραφίζει τα πράγματα προικίζοντάς τα με μια φαντασμαγορική λάμψη. Σε άλλες περιπτώσεις εκείνοι οι κάμποι, πάντα μακρινοί, μόλις και μετά βίας είναι κατοικημένοι από κάποια μαύρα δέντρα, που είναι σα σκιές μεγάλων σαυρών, που τρέχουν σε χλωμά λιβάδια σπαρμένα με χιλιετείς πέτρες. Είναι τοπία γεμάτα από απουσίες, από φιγούρες κομμένες γύρω – γύρω, ξεκολλημένες από το μουσαμά και που έχουν αφήσει ένα σκούρο κενό, καφετί ή μαύρο, στο σημείο όπου βρίσκονταν πριν.
Ομως πέρα από θλίψη ή μελαγχολία, τα έργα της Σούλας είναι φτιαγμένα με τη χαρά της ζωγραφικής. Οταν αναπαριστά την απόλαυση στους πίνακές της, συχνά το κάνει συνδέοντάς την με το νερό: με τη θάλασσα, με τις παραλίες, με τα μπάνια, με τα ταξίδια
με το καράβι… η θάλασσα, η θάλασσα, πάντα η θάλασσα, καθώς και τα σώματα που χαλαρώνουν μέσα της. Τα λάδια της είναι αραιωμένα και σε λεπτές στρώσεις, τόσο υδατώδη, που θα λέγαμε ότι είναι θαλασσινές υπάρξεις· ανήκουν χωρίς αμφιβολία στην ίδια ευχαρίστηση και απόλαυση που σημαίνει γι’ αυτήν η θάλασσα και είναι ζωγραφισμένα με και για τη χαρά.
Σε ένα από τα έργα της βλέπουμε δύο κορίτσια, που συζητάνε καθισμένα σε ένα παγκάκι, μέσα σ’ ένα δάσος που μοιάζει με βυθό θαλάσσης· τα δέντρα του είναι σαν τεράστιες μάζες φυκιών και μάλιστα μπορούμε να διακρίνουμε, ανάμεσα στο παιχνίδισμα του φωτός με τη βλάστηση, σχήματα που μοιάζουν με ψάρια. Τα κορίτσια , δίδυμα και συμμετρικά, γεγονός που μας φανερώνει την ψυχική τους επαφή και τονίζει το μη πραγματικό της σκηνής, μοιάζουν με μυθολογικές νύμφες, καθισμένες στο βυθό της θάλασσας. Τα βαθειά νερά συμβολίζουν τον τόπο όπου κατοικεί το παρελθόν, το οποίο βυθίζεται μέσα τους αργά, και κατασταλάζει σα σε στρώματα στην αμμώδη κοίτη τους. Αυτά τα δύο κορίτσια θα μπορούσαν να μείνουν εκεί για πάντα, με αιώνια εμπιστοσύνη, σίγουρες και ήρεμες, ζώντας στην τεράστια μήτρα, που είναι η θάλασσα.
Στα τελευταία έργα της όταν σχεδιάζει ανθρώπους το κάνει με τρόπο ακόμα πιο διακριτικό και αιθέριο και μέχρις αυτού του σημείου έχουν ελαφρύνει οι φιγούρες της, που σε μερικές από αυτές έχουν βγει φτερά και άλλες απλώς έχουν αρχίσει να πετάνε. Πού πηγαίνουν ; Ποιός ξέρει, ίσως μείνουν για πάντα εκεί να επιπλέουν σ’ αυτούς τους μυστηριώδεις, ενδιάμεσους χώρους ή πιθανόν να ανεβαίνουν προς την επιφάνεια, προς την πραγματικότητα.
Αντόνιο Σόρια Ροκαφόρτ